- ὀρέξαι
- ὀρέγωreachaor inf actὀρέξαῑ , ὀρέγωreachaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὄρεξαι — ὀρέγω reach aor imperat mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορέγομαι — (ΑΜ ὀρέγω, ὀρέγομαι) επιθυμώ πολύ, ποθώ, λαχταρώ (α. «κι όσοι ορεγόνταν γράμματα και μάθηση και γνώση», Ζέρβ. β. «εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο», Χρον. Μορ. γ. «καὶ ὀρέγηται τοιοῡτος γενέσθαι», Πλάτ.) αρχ. 1. ενεργ. ὀρέγω α) εκτείνω … Dictionary of Greek